- πόσιμος
- -η, -οαυτός που είναι κατάλληλος να τον πιει κανείς: Νερό πόσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πόσιμος — drinkable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… … Dictionary of Greek
πόσιμον — πόσιμος drinkable masc/fem acc sg πόσιμος drinkable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσίμοις — πόσιμος drinkable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσίμου — πόσιμος drinkable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσίμων — πόσιμος drinkable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόσιμα — πόσιμος drinkable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμποτος — ἔμποτος, ον (Α) πόσιμος … Dictionary of Greek
νοστώ — (I) νοστῶ, έω (Α) [νόστος] 1. (συν. στον Ομ.) επιστρέφω στο σπίτι μου ή στην πατρίδα μου (α. «οἴκαδε νοστήσας», Ομ. Ιλ. β. «οὐκ ἄρ ἔμελλον ἐγώ γε νοστήσας οἰκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην», Ομ. Ιλ.) 2. επανέρχομαι στα… … Dictionary of Greek
πιστικός — (I) ή, και ιά, ό / πιστικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος αρχ … Dictionary of Greek